- ὑποδράσσομαι
- ὑποδράσσομαι, [dialect] Att. [suff] ὑποδόχ-ττομαι, [voice] Med.,A try to get hold of, Plu.Caes. 14 codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποδράσσομαι — και αττ. τ. ὑποδράττομαι Α προσπαθώ να πιάσω, να αρπάξω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δράσσομαι / δράττομαι «πιάνω, αρπάζω»] … Dictionary of Greek
ὑποδραξάμενος — ὑποδράσσομαι try to get hold of aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)